αμοιβάδωση
Greek
Declension
declension of αμοιβάδωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμοιβάδωση • | αμοιβαδώσεις • |
genitive | αμοιβάδωσης • αμοιβαδώσεως • | αμοιβαδώσεων • |
accusative | αμοιβάδωση • | αμοιβαδώσεις • |
vocative | αμοιβάδωση • | αμοιβαδώσεις • |
Synonyms
- αμοιβάδες f pl (amoivádes)
Related terms
- αμοιβάδα f (amoiváda, “amoeba”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.