αμονογράφητος
Greek
Adjective
αμονογράφητος • (amonográfitos) m (feminine αμονογράφητη, neuter αμονογράφητο)
- uninitialled, not initialled (UK)
- uninitialed, not initialed (US)
Declension
declension of αμονογράφητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμονογράφητος | αμονογράφητη | αμονογράφητο | αμονογράφητοι | αμονογράφητες | αμονογράφητα |
genitive | αμονογράφητου | αμονογράφητης | αμονογράφητου | αμονογράφητων | αμονογράφητων | αμονογράφητων |
accusative | αμονογράφητο | αμονογράφητη | αμονογράφητο | αμονογράφητους | αμονογράφητες | αμονογράφητα |
vocative | αμονογράφητε | αμονογράφητη | αμονογράφητο | αμονογράφητοι | αμονογράφητες | αμονογράφητα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.