αμφίεση
Greek
Noun
αμφίεση
•
(
amfíesi
)
f
(
plural
αμφιέσεις
)
attire
,
dress
,
clothes
,
clothing
Declension
declension of αμφίεση
singular
plural
nominative
αμφίεση
•
αμφιέσεις
•
genitive
αμφίεσης
•
αμφιέσεως
•
αμφιέσεων
•
accusative
αμφίεση
•
αμφιέσεις
•
vocative
αμφίεση
•
αμφιέσεις
•
Synonyms
see:
ενδυμασία
f
(
endymasía
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.