αμφιθεατρικός
Greek
Adjective
αμφιθεατρικός • (amfitheatrikós) m (feminine αμφιθεατρική, neuter αμφιθεατρικό)
Declension
declension of αμφιθεατρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμφιθεατρικός | αμφιθεατρική | αμφιθεατρικό | αμφιθεατρικοί | αμφιθεατρικές | αμφιθεατρικά |
genitive | αμφιθεατρικού | αμφιθεατρικής | αμφιθεατρικού | αμφιθεατρικών | αμφιθεατρικών | αμφιθεατρικών |
accusative | αμφιθεατρικό | αμφιθεατρική | αμφιθεατρικό | αμφιθεατρικούς | αμφιθεατρικές | αμφιθεατρικά |
vocative | αμφιθεατρικέ | αμφιθεατρική | αμφιθεατρικό | αμφιθεατρικοί | αμφιθεατρικές | αμφιθεατρικά |
Related terms
- αμφιθέατρο n (amfithéatro, “amphitheatre”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.