αμφισβητήσιμος
Greek
Adjective
αμφισβητήσιμος • (amfisvitísimos) m (feminine αμφισβητήσιμη, neuter αμφισβητήσιμο)
Declension
declension of αμφισβητήσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμφισβητήσιμος | αμφισβητήσιμη | αμφισβητήσιμο | αμφισβητήσιμοι | αμφισβητήσιμες | αμφισβητήσιμα |
genitive | αμφισβητήσιμου | αμφισβητήσιμης | αμφισβητήσιμου | αμφισβητήσιμων | αμφισβητήσιμων | αμφισβητήσιμων |
accusative | αμφισβητήσιμο | αμφισβητήσιμη | αμφισβητήσιμο | αμφισβητήσιμους | αμφισβητήσιμες | αμφισβητήσιμα |
vocative | αμφισβητήσιμε | αμφισβητήσιμη | αμφισβητήσιμο | αμφισβητήσιμοι | αμφισβητήσιμες | αμφισβητήσιμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.