αμφιταλάντευση
Greek
Declension
declension of αμφιταλάντευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμφιταλάντευση • | αμφιταλαντεύσεις • |
genitive | αμφιταλάντευσης • αμφιταλαντεύσεως • | αμφιταλαντεύσεων • |
accusative | αμφιταλάντευση • | αμφιταλαντεύσεις • |
vocative | αμφιταλάντευση • | αμφιταλαντεύσεις • |
Related terms
- αμφιταλαντεύομαι (amfitalantévomai, “to hesitate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.