ανάδοση
Greek
Noun
ανάδοση
•
(
anádosi
)
f
(
plural
αναδόσεις
)
(
botany
)
growth
,
germination
soil
moisture
Declension
declension of ανάδοση
singular
plural
nominative
ανάδοση
•
αναδόσεις
•
genitive
ανάδοσης
•
αναδόσεως
•
αναδόσεων
•
accusative
ανάδοση
•
αναδόσεις
•
vocative
ανάδοση
•
αναδόσεις
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.