αναγραμματισμός
Greek
Noun
αναγραμματισμός • (anagrammatismós) m (plural αναγραμματισμοί)
- anagrammatisation (UK), anagrammatization (US)
- anagram
Declension
declension of αναγραμματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγραμματισμός • | αναγραμματισμοί • |
genitive | αναγραμματισμού • | αναγραμματισμών • |
accusative | αναγραμματισμό • | αναγραμματισμούς • |
vocative | αναγραμματισμέ • | αναγραμματισμοί • |
Synonyms
- (anagram): ανάγραμμα n (anágramma)
Related terms
- see: ανάγραμμα n (anágramma, “anagram”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.