αναδεκτός
Greek
Noun
αναδεκτός
•
(
anadektós
)
m
(
plural
αναδεκτοί
,
feminine
αναδεκτή
)
godson
,
godchild
Declension
declension of αναδεκτός
singular
plural
nominative
αναδεκτός
•
αναδεκτοί
•
genitive
αναδεκτού
•
αναδεκτών
•
accusative
αναδεκτό
•
αναδεκτούς
•
vocative
αναδεκτέ
•
αναδεκτοί
•
Alternative forms
αναδεχτός
m
(
anadechtós
)
Synonyms
αναδεξιμιός
m
(
anadeximiós
)
and
see:
βαφτισιμιός
m
(
vaftisimiós
)
Coordinate terms
see:
βάπτισμα
n
(
váptisma
,
“
baptism
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.