αναδημιουργημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αναδημιουργούμαι (anadimiourgoúmai), passive voice of αναδημιουργώ (“to recreate”).
Pronunciation
- IPA(key): /anaðimiurʝiˈmenos/
- Hyphenation: α‧να‧δη‧μι‧ουρ‧γη‧μέ‧νος
Participle
αναδημιουργημένος • (anadimiourgiménos) m (feminine αναδημιουργημένη, neuter αναδημιουργημένο)
Declension
declension of αναδημιουργημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναδημιουργημένος | αναδημιουργημένη | αναδημιουργημένο | αναδημιουργημένοι | αναδημιουργημένες | αναδημιουργημένα |
genitive | αναδημιουργημένου | αναδημιουργημένης | αναδημιουργημένου | αναδημιουργημένων | αναδημιουργημένων | αναδημιουργημένων |
accusative | αναδημιουργημένο | αναδημιουργημένη | αναδημιουργημένο | αναδημιουργημένους | αναδημιουργημένες | αναδημιουργημένα |
vocative | αναδημιουργημένε | αναδημιουργημένη | αναδημιουργημένο | αναδημιουργημένοι | αναδημιουργημένες | αναδημιουργημένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.