αναδουλειά
Greek
Noun
αναδουλειά • (anadouleiá) f (plural αναδουλειές)
Declension
declension of αναδουλειά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναδουλειά • | αναδουλειές • |
genitive | αναδουλειάς • | — |
accusative | αναδουλειά • | αναδουλειές • |
vocative | αναδουλειά • | αναδουλειές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.