αναζήτηση
Greek
Declension
declension of αναζήτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναζήτηση • | αναζητήσεις • |
genitive | αναζήτησης • αναζητήσεως • | αναζητήσεων • |
accusative | αναζήτηση • | αναζητήσεις • |
vocative | αναζήτηση • | αναζητήσεις • |
Synonyms
- έρευνα (érevna)
Related terms
- αναζητώ (anazitó, “to search for”)
- μηχανή αναζήτησης f (michaní anazítisis, “search engine”)
- αναζήτηση στέγης f (anazítisi stégis, “house-hunting”)
Further reading
αναζήτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.