αναθεωρήσιμος
Greek
Adjective
αναθεωρήσιμος • (anatheorísimos) m (feminine αναθεωρήσιμη, neuter αναθεωρήσιμο)
Declension
declension of αναθεωρήσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναθεωρήσιμος | αναθεωρήσιμη | αναθεωρήσιμο | αναθεωρήσιμοι | αναθεωρήσιμες | αναθεωρήσιμα |
genitive | αναθεωρήσιμου | αναθεωρήσιμης | αναθεωρήσιμου | αναθεωρήσιμων | αναθεωρήσιμων | αναθεωρήσιμων |
accusative | αναθεωρήσιμο | αναθεωρήσιμη | αναθεωρήσιμο | αναθεωρήσιμους | αναθεωρήσιμες | αναθεωρήσιμα |
vocative | αναθεωρήσιμε | αναθεωρήσιμη | αναθεωρήσιμο | αναθεωρήσιμοι | αναθεωρήσιμες | αναθεωρήσιμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.