αναθυμίαση
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀναθυμίασις (anathumíasis).
Noun
αναθυμίαση • (anathymíasi) f (plural αναθυμιάσεις) (more often in the plural)
- exhalation, effluvium
- (in the plural) fumes, vapours (UK), vapors (US)
Declension
declension of αναθυμίαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναθυμίαση • | αναθυμιάσεις • |
genitive | αναθυμίασης • αναθυμιάσεως • | αναθυμιάσεων • |
accusative | αναθυμίαση • | αναθυμιάσεις • |
vocative | αναθυμίαση • | αναθυμιάσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.