ανακάτωμα
Greek
Noun
ανακάτωμα • (anakátoma) n (plural ανακατώματα)
Declension
declension of ανακάτωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακάτωμα • | ανακατώματα • |
genitive | ανακατώματος • | ανακατωμάτων • |
accusative | ανακάτωμα • | ανακατώματα • |
vocative | ανακάτωμα • | ανακατώματα • |
Alternative forms
- ανακάτεμα n (anakátema)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.