ανακαθιστός
Greek
Declension
declension of ανακαθιστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακαθιστός | ανακαθιστή | ανακαθιστό | ανακαθιστοί | ανακαθιστές | ανακαθιστά |
genitive | ανακαθιστού | ανακαθιστής | ανακαθιστού | ανακαθιστών | ανακαθιστών | ανακαθιστών |
accusative | ανακαθιστό | ανακαθιστή | ανακαθιστό | ανακαθιστούς | ανακαθιστές | ανακαθιστά |
vocative | ανακαθιστέ | ανακαθιστή | ανακαθιστό | ανακαθιστοί | ανακαθιστές | ανακαθιστά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.