ανακαινιστής
Greek
Etymology
From Koine Greek ἀνακαινιστής (anakainistḗs), equivalent to ανακαινίζω (anakainízo, “to renotave”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”).
Noun
ανακαινιστής • (anakainistís) m (plural ανακαινιστές, feminine ανακαινίστρια)
Declension
declension of ανακαινιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακαινιστής • | ανακαινιστές • |
genitive | ανακαινιστή • | ανακαινιστών • |
accusative | ανακαινιστή • | ανακαινιστές • |
vocative | ανακαινιστή • | ανακαινιστές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.