ανακατασκευή
Greek
Declension
declension of ανακατασκευή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακατασκευή • | ανακατασκευές • |
genitive | ανακατασκευής • | ανακατασκευών • |
accusative | ανακατασκευή • | ανακατασκευές • |
vocative | ανακατασκευή • | ανακατασκευές • |
Related terms
- ανακατασκευάζω (anakataskevázo, “to reconstruct”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.