αναμάρτητος
Greek
Declension
declension of αναμάρτητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναμάρτητος | αναμάρτητη | αναμάρτητο | αναμάρτητοι | αναμάρτητες | αναμάρτητα |
genitive | αναμάρτητου | αναμάρτητης | αναμάρτητου | αναμάρτητων | αναμάρτητων | αναμάρτητων |
accusative | αναμάρτητο | αναμάρτητη | αναμάρτητο | αναμάρτητους | αναμάρτητες | αναμάρτητα |
vocative | αναμάρτητε | αναμάρτητη | αναμάρτητο | αναμάρτητοι | αναμάρτητες | αναμάρτητα |
Synonyms
- see: αθώος (athóos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.