αναμαλλιασμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αναμαλλιάζομαι (anamalliázomai), passive voice of αναμαλλιάζω.
Pronunciation
- IPA(key): /anamaʎaˈzmenos/
- Hyphenation: α‧να‧μαλ‧λια‧σμέ‧νος
Participle
αναμαλλιασμένος • (anamalliasménos) m (feminine αναμαλλιασμένη, neuter αναμαλλιασμένο)
- dishevelled (UK), disheveled (US)
- touselled (UK), touseled (US)
Declension
declension of αναμαλλιασμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναμαλλιασμένος | αναμαλλιασμένη | αναμαλλιασμένο | αναμαλλιασμένοι | αναμαλλιασμένες | αναμαλλιασμένα |
genitive | αναμαλλιασμένου | αναμαλλιασμένης | αναμαλλιασμένου | αναμαλλιασμένων | αναμαλλιασμένων | αναμαλλιασμένων |
accusative | αναμαλλιασμένο | αναμαλλιασμένη | αναμαλλιασμένο | αναμαλλιασμένους | αναμαλλιασμένες | αναμαλλιασμένα |
vocative | αναμαλλιασμένε | αναμαλλιασμένη | αναμαλλιασμένο | αναμαλλιασμένοι | αναμαλλιασμένες | αναμαλλιασμένα |
Synonyms
- αναμαλλιάρης (anamalliáris, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.