αναμόλυνση
Greek
Noun
αναμόλυνση • (anamólynsi) f (plural αναμολύνσεις)
- (pathology) reinfection; fresh infection (after recovery)
Declension
declension of αναμόλυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμόλυνση • | αναμολύνσεις • |
genitive | αναμόλυνσης • αναμολύνσεως • | αναμολύνσεων • |
accusative | αναμόλυνση • | αναμολύνσεις • |
vocative | αναμόλυνση • | αναμολύνσεις • |
Related terms
- μόλυνση f (mólynsi, “infection”)
Further reading
Μόλυνση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.