αναμόρφωση
Greek
Declension
declension of αναμόρφωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμόρφωση • | αναμορφώσεις • |
genitive | αναμόρφωσης • αναμορφώσεως • | αναμορφώσεων • |
accusative | αναμόρφωση • | αναμορφώσεις • |
vocative | αναμόρφωση • | αναμορφώσεις • |
Synonyms
- μεταρρύθμιση f (metarrýthmisi)
See also
- Μεταρρύθμιση f (Metarrýthmisi, “the Protestant Reformation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.