αναντίρρητος
Greek
Adjective
αναντίρρητος • (anantírritos) m (feminine αναντίρρητη, neuter αναντίρρητο)
- undeniable, unmistakable, incontestable (universally accepted)
Declension
declension of αναντίρρητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναντίρρητος | αναντίρρητη | αναντίρρητο | αναντίρρητοι | αναντίρρητες | αναντίρρητα |
genitive | αναντίρρητου | αναντίρρητης | αναντίρρητου | αναντίρρητων | αναντίρρητων | αναντίρρητων |
accusative | αναντίρρητο | αναντίρρητη | αναντίρρητο | αναντίρρητους | αναντίρρητες | αναντίρρητα |
vocative | αναντίρρητε | αναντίρρητη | αναντίρρητο | αναντίρρητοι | αναντίρρητες | αναντίρρητα |
Synonyms
- αναμφίλεκτος (anamfílektos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.