αναπαραγωγή
Greek
Noun
αναπαραγωγή • (anaparagogí) f (plural αναπαραγωγές)
- (biology) biological reproduction
- (typography) typographical reproduction
- (media) reproduction by video, film, etc
Declension
declension of αναπαραγωγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπαραγωγή • | αναπαραγωγές • |
genitive | αναπαραγωγής • | αναπαραγωγών • |
accusative | αναπαραγωγή • | αναπαραγωγές • |
vocative | αναπαραγωγή • | αναπαραγωγές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.