αναπαραγωγικό όργανο
Greek
Noun
αναπαραγωγικό όργανο • (anaparagogikó órgano) n (plural αναπαραγωγικά όργανα)
Coordinate terms
- αναπαραγωγικό σύστημα n (anaparagogikó sýstima, “reproductive system”)
Further reading
αναπαραγωγικό σύστημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.