αναπροσαρμογή
Greek
Noun
αναπροσαρμογή • (anaprosarmogí) f (plural αναπροσαρμογές)
- readjustment
- mark up, mark down (prices)
Declension
declension of αναπροσαρμογή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπροσαρμογή • | αναπροσαρμογές • |
genitive | αναπροσαρμογής • | αναπροσαρμογών • |
accusative | αναπροσαρμογή • | αναπροσαρμογές • |
vocative | αναπροσαρμογή • | αναπροσαρμογές • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.