αναρίθμητος
Greek
Adjective
αναρίθμητος • (anaríthmitos) m (feminine αναρίθμητη, neuter αναρίθμητο)
Declension
declension of αναρίθμητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναρίθμητος | αναρίθμητη | αναρίθμητο | αναρίθμητοι | αναρίθμητες | αναρίθμητα |
genitive | αναρίθμητου | αναρίθμητης | αναρίθμητου | αναρίθμητων | αναρίθμητων | αναρίθμητων |
accusative | αναρίθμητο | αναρίθμητη | αναρίθμητο | αναρίθμητους | αναρίθμητες | αναρίθμητα |
vocative | αναρίθμητε | αναρίθμητη | αναρίθμητο | αναρίθμητοι | αναρίθμητες | αναρίθμητα |
Synonyms
- αμέτρητος (amétritos)
Related terms
- compare with: άμετρος (ámetros, “immeasurable”, adjective)
- and compare with: αναριθμητισμός m (anarithmitismós, “renumbering”, noun)
- and see: αριθμητική f (arithmitikí, “arithmetic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.