αναστάσιμος
Greek
Adjective
αναστάσιμος • (anastásimos) m (feminine αναστάσιμη, neuter αναστάσιμο)
- Easter
- αναστάσιμα τροπάρια ― anastásima tropária ― Easter hymn
Declension
declension of αναστάσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναστάσιμος | αναστάσιμη | αναστάσιμο | αναστάσιμοι | αναστάσιμες | αναστάσιμα |
genitive | αναστάσιμου | αναστάσιμης | αναστάσιμου | αναστάσιμων | αναστάσιμων | αναστάσιμων |
accusative | αναστάσιμο | αναστάσιμη | αναστάσιμο | αναστάσιμους | αναστάσιμες | αναστάσιμα |
vocative | αναστάσιμε | αναστάσιμη | αναστάσιμο | αναστάσιμοι | αναστάσιμες | αναστάσιμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.