ανασυγκρότηση
Greek
Noun
ανασυγκρότηση • (anasygkrótisi) f (plural ανασυγκροτήσεις)
- (economics) reconstruction, reorganisation (UK), reorganization (US)
- (military) regrouping, re-formation
Declension
declension of ανασυγκρότηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανασυγκρότηση • | ανασυγκροτήσεις • |
genitive | ανασυγκρότησης • ανασυγκροτήσεως • | ανασυγκροτήσεων • |
accusative | ανασυγκρότηση • | ανασυγκροτήσεις • |
vocative | ανασυγκρότηση • | ανασυγκροτήσεις • |
Related terms
- ανασυγκροτώ (anasygkrotó, “to reconstruct, to regroup”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.