ανδαλουσιανός
Greek
Adjective
ανδαλουσιανός • (andalousianós) m (feminine ανδαλουσιανή, neuter ανδαλουσιανό)
- Andalusian (relating to Andalusia or its people)
Declension
declension of ανδαλουσιανός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανδαλουσιανός | ανδαλουσιανή | ανδαλουσιανό | ανδαλουσιανοί | ανδαλουσιανές | ανδαλουσιανά |
genitive | ανδαλουσιανού | ανδαλουσιανής | ανδαλουσιανού | ανδαλουσιανών | ανδαλουσιανών | ανδαλουσιανών |
accusative | ανδαλουσιανό | ανδαλουσιανή | ανδαλουσιανό | ανδαλουσιανούς | ανδαλουσιανές | ανδαλουσιανά |
vocative | ανδαλουσιανέ | ανδαλουσιανή | ανδαλουσιανό | ανδαλουσιανοί | ανδαλουσιανές | ανδαλουσιανά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.