ανθρακωρυχείο
Greek
Declension
declension of ανθρακωρυχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρακωρυχείο • | ανθρακωρυχεία • |
genitive | ανθρακωρυχείου • | ανθρακωρυχείων • |
accusative | ανθρακωρυχείο • | ανθρακωρυχεία • |
vocative | ανθρακωρυχείο • | ανθρακωρυχεία • |
Related terms
- ανθρακωρύχος m (anthrakorýchos, “coal miner”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.