ανισοσύλλαβος
Greek
Adjective
ανισοσύλλαβος • (anisosýllavos) m (feminine ανισοσύλλαβη, neuter ανισοσύλλαβο)
Declension
declension of ανισοσύλλαβος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανισοσύλλαβος | ανισοσύλλαβη | ανισοσύλλαβο | ανισοσύλλαβοι | ανισοσύλλαβες | ανισοσύλλαβα |
genitive | ανισοσύλλαβου | ανισοσύλλαβης | ανισοσύλλαβου | ανισοσύλλαβων | ανισοσύλλαβων | ανισοσύλλαβων |
accusative | ανισοσύλλαβο | ανισοσύλλαβη | ανισοσύλλαβο | ανισοσύλλαβους | ανισοσύλλαβες | ανισοσύλλαβα |
vocative | ανισοσύλλαβε | ανισοσύλλαβη | ανισοσύλλαβο | ανισοσύλλαβοι | ανισοσύλλαβες | ανισοσύλλαβα |
Antonyms
- ισοσύλλαβος (isosýllavos, “parisyllabic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.