ανορθόδοξος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /anoɾˈθoðoksos/
- Hyphenation: αν‧ορ‧θό‧δο‧ξος
Adjective
ανορθόδοξος • (anorthódoxos) m (feminine ανορθόδοξη, neuter ανορθόδοξο)
- unorthodox (not following convention or tradition)
- Ο φίλος μου έχει ανορθόδοξες ιδέες ― O fílos mou échei anorthódoxes idées ― My friend has unorthodox ways.
Declension
declension of ανορθόδοξος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανορθόδοξος | ανορθόδοξη | ανορθόδοξο | ανορθόδοξοι | ανορθόδοξες | ανορθόδοξα |
genitive | ανορθόδοξου | ανορθόδοξης | ανορθόδοξου | ανορθόδοξων | ανορθόδοξων | ανορθόδοξων |
accusative | ανορθόδοξο | ανορθόδοξη | ανορθόδοξο | ανορθόδοξους | ανορθόδοξες | ανορθόδοξα |
vocative | ανορθόδοξε | ανορθόδοξη | ανορθόδοξο | ανορθόδοξοι | ανορθόδοξες | ανορθόδοξα |
Synonyms
- αντισυμβατικός (antisymvatikós, “unconventional”)
- ασυνήθιστος (asyníthistos, “unusual, uncommon”)
Antonyms
- ορθόδοξος (orthódoxos, “orthodox”)
- αποδεκτός (apodektós, “accepted”)
Derived terms
- ανορθόδοξα (anorthódoxa, “unorthodoxly, in an unorthodox manner”)
- ανορθοδοξία f (anorthodoxía, “unorthodoxy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.