αντίβαρο
Greek
Etymology
αντι-
(
anti-
,
“
counter
”
)
+
βαρο
(
varo
,
“
weight
”
)
Noun
αντίβαρο
•
(
antívaro
)
n
(
plural
αντίβαρα
)
counterweight
,
counterbalance
Declension
declension of αντίβαρο
singular
plural
nominative
αντίβαρο
•
αντίβαρα
•
genitive
αντίβαρου
•
αντίβαρων
•
accusative
αντίβαρο
•
αντίβαρα
•
vocative
αντίβαρο
•
αντίβαρα
•
See also
βαρίδι
n
(
varídi
,
“
weight
”
)
ζυγαριά
f
(
zygariá
,
“
scales, balance
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.