αντίδι
Greek
Noun
αντίδι
•
(
antídi
)
n
(
plural
αντίδια
)
endive
,
chard
Declension
declension of αντίδι
singular
plural
nominative
αντίδι
•
αντίδια
•
genitive
αντιδιού
•
αντιδιών
•
accusative
αντίδι
•
αντίδια
•
vocative
αντίδι
•
αντίδια
•
Coordinate terms
see:
σικορέ
n
(
sikoré
,
“
chicory
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.