ανταλλακτικό
Greek
Noun
ανταλλακτικό • (antallaktikó) n (plural ανταλλακτικά)
- spare part, replacement
- refill (for pen etc)
Declension
declension of ανταλλακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανταλλακτικό • | ανταλλακτικά • |
genitive | ανταλλακτικού • | ανταλλακτικών • |
accusative | ανταλλακτικό • | ανταλλακτικά • |
vocative | ανταλλακτικό • | ανταλλακτικά • |
Related terms
- see: ανταλλάσσω (antallásso, “to exchange”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.