ανταποκριτής
Greek
Noun
ανταποκριτής • (antapokritís) m (plural ανταποκριτές, feminine ανταποκρίτρια)
- (journalism) correspondent
- πολεμικός ανταποκριτής ― polemikós antapokritís ― war correspondent
Declension
declension of ανταποκριτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανταποκριτής • | ανταποκριτές • |
genitive | ανταποκριτή • | ανταποκριτών • |
accusative | ανταποκριτή • | ανταποκριτές • |
vocative | ανταποκριτή • | ανταποκριτές • |
See also
- δημοσιογράφος m or f (dimosiográfos, “reporter”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.