αντικλεπτικός
Greek
Etymology
αντι- (anti-) + κλέπτ(ης) (klépt(is)) (κλέφτης (kléftis)) + -ικός (-ikós). Calque of French antivol.
Pronunciation
- IPA(key): [andikleptiˈkos]
- Hyphenation: α‧ντι‧κλε‧πτι‧κός
Adjective
αντικλεπτικός • (antikleptikós) m (feminine αντικλεπτική, neuter αντικλεπτικό)
- antitheft
- ο αντικλεπτικός μηχανισμός ― o antikleptikós michanismós ― the antitheft mechanism/device
- η αντικλεπτική κλειδαριά ― i antikleptikí kleidariá ― the antitheft lock
- το αντικλεπτικό σύστημα ― to antikleptikó sýstima ― the antitheft system
Declension
declension of αντικλεπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικλεπτικός | αντικλεπτική | αντικλεπτικό | αντικλεπτικοί | αντικλεπτικές | αντικλεπτικά |
genitive | αντικλεπτικού | αντικλεπτικής | αντικλεπτικού | αντικλεπτικών | αντικλεπτικών | αντικλεπτικών |
accusative | αντικλεπτικό | αντικλεπτική | αντικλεπτικό | αντικλεπτικούς | αντικλεπτικές | αντικλεπτικά |
vocative | αντικλεπτικέ | αντικλεπτική | αντικλεπτικό | αντικλεπτικοί | αντικλεπτικές | αντικλεπτικά |
References
- αντικλεπτικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.