αντιπρόεδρος
Greek
Noun
αντιπρόεδρος • (antipróedros) m, f (plural αντιπρόεδροι)
Declension
declension of αντιπρόεδρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπρόεδρος • | αντιπρόεδροι • |
genitive | αντιπροέδρου • | αντιπροέδρων • |
accusative | αντιπρόεδρο • | αντιπροέδρους • |
vocative | αντιπρόεδρε • | αντιπρόεδροι • |
Related terms
- πρόεδρος m, f (próedros, “president”)
- αντιπροεδρία f (antiproedría, “vice presidency”)
Further reading
αντιπρόεδρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.