αντισυλληπτικό
Greek
Declension
declension of αντισυλληπτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτικά • |
genitive | αντισυλληπτικού • | αντισυλληπτικών • |
accusative | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτικά • |
vocative | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτικά • |
Related terms
- αντισύλληψη f (antisýllipsi, “contraception”)
- αντισυλληπτικός (antisylliptikós, “contraceptive”)
See also
- προφυλακτικό n (profylaktikó, “condom”)
- χάπι n (chápi, “pill”)
Adjective
αντισυλληπτικό • (antisylliptikó)
- Accusative singular masculine form of αντισυλληπτικός (antisylliptikós).
- Nominative, accusative and vocative singular neuter form of αντισυλληπτικός (antisylliptikós).
Further reading
Αντισύλληψη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.