απαρέμφατο
Greek
Noun
απαρέμφατο • (aparémfato) n (plural απαρέμφατα)
- (grammar) infinitive
- ένα ρήμα στο απαρέμφατο ― éna ríma sto aparémfato ― a verb in the infinitive
Declension
declension of απαρέμφατο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απαρέμφατο • | απαρέμφατα • |
genitive | απαρεμφάτου • | απαρεμφάτων • |
accusative | απαρέμφατο • | απαρέμφατα • |
vocative | απαρέμφατο • | απαρέμφατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.