απεγκατάσταση
Greek
Declension
declension of απεγκατάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απεγκατάσταση • | απεγκαταστάσεις • |
genitive | απεγκατάστασης • απεγκαταστάσεως • | απεγκαταστάσεων • |
accusative | απεγκατάσταση • | απεγκαταστάσεις • |
vocative | απεγκατάσταση • | απεγκαταστάσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.