απογείωση
Greek
Pronunciation
IPA(key): /apoˈʝiosi/
Noun
απογείωση • (apogeíosi) f (plural απογειώσεις)
Declension
declension of απογείωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απογείωση • | απογειώσεις • |
genitive | απογείωσης • απογειώσεως • | απογειώσεων • |
accusative | απογείωση • | απογειώσεις • |
vocative | απογείωση • | απογειώσεις • |
Antonyms
- προσγείωση f (prosgeíosi, “landing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.