αποκρυπτογράφηση
Greek
Pronunciation
IPA: [apokɾiptoˈɣɾafisi]
Declension
declension of αποκρυπτογράφηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκρυπτογράφηση • | αποκρυπτογραφήσεις • |
genitive | αποκρυπτογράφησης • αποκρυπτογραφήσεως • | αποκρυπτογραφήσεων • |
accusative | αποκρυπτογράφηση • | αποκρυπτογραφήσεις • |
vocative | αποκρυπτογράφηση • | αποκρυπτογραφήσεις • |
Related terms
- αποκρυπτογραφώ (apokryptografó, “to decypher”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.