απορριμματοφόρο
Greek
Noun
απορριμματοφόρο • (aporrimmatofóro) n (plural απορριμματοφόρα)
- dust cart (UK), garbage truck (US)
Declension
declension of απορριμματοφόρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απορριμματοφόρο • | απορριμματοφόρα • |
genitive | απορριμματοφόρου • | απορριμματοφόρων • |
accusative | απορριμματοφόρο • | απορριμματοφόρα • |
vocative | απορριμματοφόρο • | απορριμματοφόρα • |
Synonyms
- σκουπιδιάρικο n (skoupidiáriko)
Related terms
- απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros, “refuse carrying”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.