αποτέλεσμα
Greek
Noun
αποτέλεσμα • (apotélesma) n (plural αποτελέσματα)
Declension
declension of αποτέλεσμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτέλεσμα • | αποτελέσματα • |
genitive | αποτελέσματος • | αποτελεσμάτων • |
accusative | αποτέλεσμα • | αποτελέσματα • |
vocative | αποτέλεσμα • | αποτελέσματα • |
Derived terms
- αποτελεσματικά (apotelesmatiká, “effectively”)
- αποτελεσματικός (apotelesmatikós, “effective”)
- αποτελεσματικότητα f (apotelesmatikótita, “efficacy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.