αποτέφρωση
Greek
Declension
declension of αποτέφρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτέφρωση • | αποτεφρώσεις • |
genitive | αποτέφρωσης • αποτεφρώσεως • | αποτεφρώσεων • |
accusative | αποτέφρωση • | αποτεφρώσεις • |
vocative | αποτέφρωση • | αποτεφρώσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.