αποφρακτικός
Greek
Adjective
αποφρακτικός • (apofraktikós) m (feminine αποφρακτική, neuter αποφρακτικό)
Declension
declension of αποφρακτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποφρακτικός | αποφρακτική | αποφρακτικό | αποφρακτικοί | αποφρακτικές | αποφρακτικά |
genitive | αποφρακτικού | αποφρακτικής | αποφρακτικού | αποφρακτικών | αποφρακτικών | αποφρακτικών |
accusative | αποφρακτικό | αποφρακτική | αποφρακτικό | αποφρακτικούς | αποφρακτικές | αποφρακτικά |
vocative | αποφρακτικέ | αποφρακτική | αποφρακτικό | αποφρακτικοί | αποφρακτικές | αποφρακτικά |
Derived terms
- χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια f (chrónia apofraktikí pnevmonopátheia, “chronic obstructive pulmonary disease”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.