απόμερος
See also: απομέρος
Greek
Adjective
απόμερος • (apómeros) m (feminine απόμερη, neuter απόμερο)
Declension
declension of απόμερος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόμερος | απόμερη | απόμερο | απόμεροι | απόμερες | απόμερα |
genitive | απόμερου | απόμερης | απόμερου | απόμερων | απόμερων | απόμερων |
accusative | απόμερο | απόμερη | απόμερο | απόμερους | απόμερες | απόμερα |
vocative | απόμερε | απόμερη | απόμερο | απόμεροι | απόμερες | απόμερα |
Synonyms
- ανάμερος (anámeros)
Related terms
- αναμερίζω (anamerízo, “to push aside, to move out of the way”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.