αρκτικός
See also: ἀρκτικός
Greek
Adjective
Declension
declension of αρκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρκτικός | αρκτική | αρκτικό | αρκτικοί | αρκτικές | αρκτικά |
genitive | αρκτικού | αρκτικής | αρκτικού | αρκτικών | αρκτικών | αρκτικών |
accusative | αρκτικό | αρκτική | αρκτικό | αρκτικούς | αρκτικές | αρκτικά |
vocative | αρκτικέ | αρκτική | αρκτικό | αρκτικοί | αρκτικές | αρκτικά |
Related terms
- αρκτικός κύκλος m (arktikós kýklos, “Arctic Circle”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.